ξεδιαλύνω

ξεδιαλύνω
ξεδιαλύνω, ξεδιάλυνα βλ. πίν. 172

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξεδιαλύνω — (Μ ξεδιαλύνω και ἐξεδιαλύνω και ξεδιαλύω) καθιστώ κάτι ευνόητο, αποσαφηνίζω, εξηγώ, ερμηνεύω («μα δεν κατέχω, ίντα λογής να ξεδιαλύνω τούτο», Ερωτόκρ.) νεοελλ. 1. ξεκαθαρίζω, διαλέγω («ξεδιαλύνω το σιτάρι από την ήρα») 2. (για όνειρο) γίνομαι… …   Dictionary of Greek

  • ξεδιαλύνω — ξεδιάλυνα, ξεδιαλύθηκα, ξεδιαλυμένος 1. ξεκαθαρίζω, αποχωρίζω. 2. μτφ., αποσαφηνίζω, διευκρινίζω, ξεκαθαρίζω: Δεν μπορώ να ξεδιαλύνω τι θέλεις. – Ξεδιαλύνω το όνειρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διακρίνω — (AM διακρίνω) 1. κάνω διάκριση, ξεχωρίζω, διαστέλλω κάτι από κάτι άλλο 2. παρατηρώ, ξεχωρίζω 3. βλέπω καθαρά 4. ερμηνεύω, εξηγώ (όνειρα, χρησμούς κ.λπ.) 5. ( ομαι) ξεδιαλύνω τις σκέψεις μου, αναλογίζομαι νεοελλ. 1. φροντίζω 2. διακρίνομαι… …   Dictionary of Greek

  • εκλεπίζω — (AM ἐκλεπίζω) εκλέπω μσν. ξεδιαλύνω …   Dictionary of Greek

  • λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξεδιάλυμα — το [ξεδιαλύνω] 1. ξεκαθάρισμα 2. αποσαφήνιση, διευκρίνιση 3. (για όνειρα) επαλήθευση τής ερμηνείας …   Dictionary of Greek

  • ξεδιάλυση — η [ξεδιαλύνω] (για όνειρο) εξήγηση, ερμηνεία …   Dictionary of Greek

  • ξεδιαλαίνω — και ξεδιαλιαίνω (σχετικά με όνειρο) α) εξηγώ, ερμηνεύω β) επαληθεύομαι, πραγματοποιούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταπλασμ. τ. τού ξεδιαλύνω] …   Dictionary of Greek

  • ονειρολυτώ — ὀνειρολυτῶ, έω (Α) [ονειρολύτης] ξεδιαλύνω, ερμηνεύω όνειρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”